LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Angulate
/ˈanɡjʊlˌeɪt/
/ˈæŋɡjuˌɫeɪt/
Verb (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "angulate"
to angulate
ΡΉΜΑ
01
make or become angular
angulate
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having angles or an angular shape
rounded
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
angularity
angular velocity
angular vein
angular unit
angular shape
angulation
angus
angus og
angwantibo
anhedonia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App