Geminate
volume
British pronunciation/dʒˈɛmɪnˌeɪt/
American pronunciation/ˈdʒɛməˌneɪt/, /ˈdʒɛmənət/

Ορισμός και Σημασία του "geminate"

01

a doubled or long consonant

to geminate
01

arrange or combine in pairs

02

arrange in pairs

03

occur in pairs

04

form by reduplication

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store