LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gay woman
/ɡˈeɪ wˈʊmən/
/ɡˈeɪ wˈʊmən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "gay woman"
Gay woman
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a female homosexual
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gay literature
gay gordons
gay
gawp
gawky
gay-feather
gayal
gayfeather
gaylussacia
gaylussacia baccata
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App