Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
garment worker
/ɡˈɑːɹmənt wˈɜːkɚ/
/ɡˈɑːmənt wˈɜːkə/
Garment worker
01
εργάτης ενδυμάτων, υφαντουργός
a person who works in the clothing manufacturing industry
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εργάτης ενδυμάτων, υφαντουργός