Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gangling
01
ψηλός και αδύνατος, αδέξιος
(of a person) tall and thin but not in an elegant way
02
ψηλός και λεπτός, μακρύς και αδύνατος
tall and thin
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ψηλός και αδύνατος, αδέξιος
ψηλός και λεπτός, μακρύς και αδύνατος