Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
galling
01
ενοχλητικός, εκνευριστικός
marked by causing irritation and annoyance
Παραδείγματα
His galling remarks about her work ethic irritated her.
Οι ενοχλητικές παρατηρήσεις του για την εργασιακή της ηθική την ενοχλούσαν.
Her galling attitude made the meeting unbearable.
Η ενοχλητική της συμπεριφορά έκανε τη συνάντηση αφόρητη.



























