LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Galliano
/ɡalˈiənəʊ/
/ɡɑɫiˈɑnoʊ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "galliano"
Galliano
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
golden Italian liqueur flavored with herbs
word family
galliano
galliano
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gallia
galley slave
galley proof
galley
gallery
galliard
gallic
gallic acid
gallican
gallicanism
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App