LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Galley slave
/ɡˈalɪ slˈeɪv/
/ɡˈæli slˈeɪv/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "galley slave"
Galley slave
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a slave condemned to row in a galley
02
a laborer who is obliged to do menial work
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
galley proof
galley
gallery
galleria mellonella
galleria
gallia
galliano
galliard
gallic
gallic acid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App