LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Galled
/ɡˈɔːld/
/ɡˈɔːld/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "galled"
galled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
painful from having the skin abraded
word family
gall
gall
Verb
galled
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
gallbladder
gallantry
gallantly
gallant fox
gallant
galleon
galleria
galleria mellonella
gallery
galley
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App