LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fucking
/fˈʌkɪŋ/
/ˈfəkɪŋ/
Adverb (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "fucking"
fucking
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
intensifier, very colloquial
fucking
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
informal intensifiers
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fuckhead
fucker
fucked-up
fuck up
fuck off
fuckup
fucoid
fucoid algae
fucus
fucus serratus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App