LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Abound in
/ɐbˈaʊnd ˈɪn/
/ɐbˈaʊnd ˈɪn/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "abound in"
to abound in
ΡΉΜΑ
01
exist in large quantity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
abound
aboulic
aboulia
abortus
abortively
abounding
about
about time
about turn
about-face
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App