Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Freeway
01
αυτοκινητόδρομος, εθνική οδός
a controlled-access highway that has no intersections or cross-traffic and is designed for high-speed travel
Dialect
American
Παραδείγματα
We drove for hours on the freeway without any stops.
Οδηγήσαμε για ώρες στον αυτοκινητόδρομο χωρίς καμία στάση.
The freeway was closed for construction, causing a huge traffic jam.
Ο αυτοκινητόδρομος ήταν κλειστός για κατασκευές, προκαλώντας τεράστια κυκλοφοριακή συμφόρηση.
Λεξικό Δέντρο
freeway
free
way



























