Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Free time
01
ελεύθερος χρόνος
a period when no work or essential tasks need to be done, allowing for activities of personal choice
Παραδείγματα
She enjoys reading novels in her free time.
Απολαμβάνει να διαβάζει μυθιστορήματα στον ελεύθερο χρόνο της.
He spends his free time playing guitar and writing songs.
Περνάει τον ελεύθερο χρόνο του παίζοντας κιθάρα και γράφοντας τραγούδια.
02
ελεύθερος χρόνος, διασκέδαση
time available for hobbies and other activities that you enjoy



























