LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Anencephalia
/ˌeɪnnsɪfˈeɪliə/
/ˌeɪnnsɪfˈeɪliə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "anencephalia"
Anencephalia
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a defect in brain development resulting in small or missing brain hemispheres
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
anemopsis californica
anemopsis
anemophilous
anemonella thalictroides
anemonella
anencephalic
anencephalous
anencephaly
anergy
aneroid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App