LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Anele
/ˈeɪnəl/
/ˈeɪnəl/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "anele"
to anele
ΡΉΜΑ
01
administer an oil or ointment to; often in a religious ceremony of blessing
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
aneides lugubris
aneides
anechoic chamber
anechoic
anecdotist
anelli
anemia
anemic
anemic anoxia
anemic hypoxia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App