LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fountainhead
/fˈaʊntɪnhˌɛd/
/fˈaʊntɪnhˌɛd/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "fountainhead"
Fountainhead
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an abundant source
02
the source of water from which a stream arises
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fountain pen
fountain of youth
fountain grass
fountain
fount
fouquieria
fouquieria columnaris
fouquieria splendens
fouquieriaceae
four
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App