Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Forest fire
01
δασική πυρκαγιά, πυρκαγιά δάσους
an uncontrolled and destructive fire that occurs in a forest or other wooded area
Παραδείγματα
The forest fire spread rapidly due to the dry conditions.
Η δασική πυρκαγιά εξαπλώθηκε γρήγορα λόγω των ξηρών συνθηκών.
Smoke from the forest fire reached the nearby town.
Ο καπνός από τη δασική πυρκαγιά έφτασε στην κοντινή πόλη.



























