Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
forensic
01
επιθεωρησιακός, δικαστικοϊατρικός
related to the use of scientific techniques when trying to know more about a crime
Παραδείγματα
The forensic team collected DNA, fingerprint, and fiber evidence from the crime scene.
Η ομάδα εγκληματολογίας συνέλεξε στοιχεία DNA, δακτυλικών αποτυπωμάτων και ινών από το σκηνικό του εγκλήματος.
Forensic analysis of the ballistics from the shooting helped prosecutors reconstruct what happened.
Η εγκληματολογική ανάλυση της βαλλιστικής από τη σφαίρα βοήθησε τους εισαγγελείς να ανακατασκευάσουν τι συνέβη.
02
δικαστικός, μεθοδικός
relating to the formation and presentation of arguments in a reasoned, logical manner
Παραδείγματα
His forensic skills in debate allowed him to marshal compelling cases.
Οι δικονομικές του δεξιότητες στη συζήτηση του επέτρεψαν να επιχειρηματολογήσει με πειστικό τρόπο.
She took a forensic approach, countering each claim with evidence-backed logic.
Προσέγγισε το θέμα με αστυνομική μέθοδο, αντιμετωπίζοντας κάθε ισχυρισμό με λογική υποστηριζόμενη από αποδείξεις.
Λεξικό Δέντρο
forensic
forens



























