LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Focalization
/fˌəʊkəlaɪzˈeɪʃən/
/fˌoʊkəlaɪzˈeɪʃən/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "focalization"
Focalization
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of bringing into focus
02
the confinement of an infection to a limited area
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
focal seizure
focal ratio
focal point
focal length
focal infection
focalize
focally
focus
focus mitt
focus on
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App