LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Anatomical sphincter
/ˌanɐtˈɒmɪkəl sfˈɪŋktə/
/ˌænɐtˈɑːmɪkəl sfˈɪŋktɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "anatomical sphincter"
Anatomical sphincter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a ring of muscle that contracts to close an opening
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
anatomical reference
anatomical
anatomic
anatolian rug
anatolian language
anatomical structure
anatomically
anatomist
anatomize
anatomy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App