LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Abomasal
/ɐbˈɒmeɪzəl/
/ɐbˈɑːmeɪzəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "abomasal"
abomasal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
relating to the abomasum (the fourth compartment of the stomach of ruminants)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
abolitionist
abolitionism
abolitionary
abolition
abolishment
abomasum
abominable
abominable snowman
abominably
abominate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App