Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Flat tire
01
σκασμένο λάστιχο, λαστιχοειδές χωρίς αέρα
a tire of a car, bike, etc. that has been deflated
Παραδείγματα
He was late because his car had a flat tire on the way to work.
Άργησε επειδή το αυτοκίνητό του είχε σκασμένο λάστιχο στο δρόμο για τη δουλειά.
She pulled over to the side of the road to fix the flat tire.
Σταμάτησε στο δρόμο για να φτιάξει το σκασμένο λάστιχο.



























