Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fit out
01
εξοπλίζω, ντύνω
provide with clothes or put clothes on
02
εξοπλίζω, προμηθεύω
provide with (something) usually for a specific purpose
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εξοπλίζω, ντύνω
εξοπλίζω, προμηθεύω