Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fishbowl
01
ακουάριο, γυάλινο δοχείο για ψάρια
a glass container that fish are kept in it as pets
02
ακουάριο, φυσαλίδα
a state of affairs in which you have no privacy
Λεξικό Δέντρο
fishbowl
fish
bowl
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακουάριο, γυάλινο δοχείο για ψάρια
ακουάριο, φυσαλίδα
Λεξικό Δέντρο
fish
bowl