Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
First baseman
01
παίκτης πρώτης βάσης, πρώτος βασικός
(baseball) an infielder who plays near first base and catches throws to get batters out
Παραδείγματα
The first baseman made a quick stretch to catch the throw and get the runner out.
Ο παίκτης της πρώτης βάσης έκανε μια γρήγορη τέντωμα για να πιάσει τη ρίψη και να βγάλει έξω τον δρομέα.
He 's the team 's first baseman, known for his strong defensive skills.
Είναι ο πρώτος στάρτερ της ομάδας, γνωστός για τις δυνατές αμυντικές του ικανότητες.



























