LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fipple
/fˈɪpəl/
/ˈfɪpəɫ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "fipple"
Fipple
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a wooden plug forming a flue pipe (as the mouthpiece of a recorder)
word family
fipple
fipple
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fintech
finocchio
finno-ugrian
finnish mark
finnish capital
fipple flute
fipple pipe
fir
fir clubmoss
fir cone
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App