LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Final injunction
/fˈaɪnəl ɪndʒˈʌŋkʃən/
/fˈaɪnəl ɪndʒˈʌŋkʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "final injunction"
Final injunction
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
injunction issued on completion of a trial
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
final frontier
final examination
final exam
final decision
final cut
final judgment
final nail in the coffin
final payment
final period
final result
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App