LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Anal sex
/ˈeɪnəl sˈɛks/
/ˈeɪnəl sˈɛks/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "anal sex"
Anal sex
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
intercourse via the anus, committed by a man with a man or woman
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
anal retentive personality
anal retentive
anal phase
anal intercourse
anal canal
anal sphincter
anal stage
analbuminemia
analecta
analects
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App