Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fenestra
01
παράθυρο, άνοιγμα
an opening or a hole, particularly in a bone structure
02
παράθυρο, άνοιγμα
an opening or window, typically in a wall or facade of a building
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παράθυρο, άνοιγμα
παράθυρο, άνοιγμα