
Αναζήτηση
fed up
01
κουρασμένος, βαριεστημένος
feeling tired, annoyed, or frustrated with a situation or person
Example
I 'm fed up with all the traffic jams on my way to work every morning.
Είμαι βαριεστημένος από όλες τις μποτιλιαρίσματα στο δρόμο για τη δουλειά μου κάθε πρωί.
She was fed up from the endless meetings at work.
Ήταν κουρασμένη από τις ατελείωτες συναντήσεις στη δουλειά.

Συναφή Λέξεις