Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Farmhand
01
αγροτικός εργάτης, εργάτης αγροκτήματος
a hired hand on a farm
Λεξικό Δέντρο
farmhand
farm
hand
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αγροτικός εργάτης, εργάτης αγροκτήματος
Λεξικό Δέντρο
farm
hand