LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Amphora
/æmˈfɔːrə/
/ˈæmfərə/
amphorae
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "amphora"
Amphora
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an ancient jar with two handles and a narrow neck; used to hold oil or wine
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
amphiumidae
amphitropous ovule
amphitropous
amphitheatrum flavium
amphitheatrical
amphoric
amphoteric
amphotericin
ampicillin
ample
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App