Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
famished
01
πεινασμένος, λιμοκτονούσα
having a great need for food
Παραδείγματα
After skipping breakfast and lunch, she felt famished and eagerly devoured her dinner.
Αφού παρέλειψε το πρωινό και το μεσημεριανό, ένιωσε πεινασμένη και έφαγε με λαχτάρα το δείπνο της.
The hikers were famished after their long trek and eagerly devoured their packed lunches.
Οι πεζοπόροι ήταν πεινασμένοι μετά τη μεγάλη πορεία τους και έφαγαν με μεγάλη όρεξη τα πακεταρισμένα γεύματά τους.
Λεξικό Δέντρο
famished
famish



























