Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Amorality
01
αμοραλισμός, έλλειψη ηθικής
the state of lacking any moral sense, principles, or concern for right and wrong
Παραδείγματα
The novel explores the amorality of life in a corrupt city.
Το μυθιστόρημα εξερευνά την ανηθικότητα της ζωής σε μια διεφθαρμένη πόλη.
Critics accused the film of promoting amorality.
Οι κριτικοί κατηγόρησαν την ταινία ότι προωθεί την αμοραλισμό.
Λεξικό Δέντρο
amorality
amor



























