LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fairish
/fˈeəɹɪʃ/
/fˈɛɹɪʃ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "fairish"
fairish
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(used of hair or skin) pale or light-colored
02
not excessive or extreme
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fairground
fairest rose is at last withered
fair-weather friend
fair-trade agreement
fair-trade act
fairlead
fairlie locomotive
fairly
fairness
fairness commission
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App