Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to fade away
01
ξεθωριάζω, αποδυναμώνομαι
(of a person) to slowly become thin and lose strength, particularly to the point of death
02
ξεθωριάζω, σβήνω σταδιακά
***to gradually disappear
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ξεθωριάζω, αποδυναμώνομαι
ξεθωριάζω, σβήνω σταδιακά