Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
factory worker
/fˈæktɚɹi wˈɜːkɚ/
/fˈaktəɹˌi wˈɜːkə/
Factory worker
01
εργάτης εργοστασίου, εργοστασιακός εργάτης
someone who is employed in a factory and works there
Παραδείγματα
The factory worker was responsible for assembling parts on the production line to ensure efficiency.
Ο εργάτης του εργοστασίου ήταν υπεύθυνος για τη συναρμολόγηση τμημάτων στη γραμμή παραγωγής για να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα.
Many factory workers have been affected by automation as machines increasingly take over manual tasks.
Πολλοί εργάτες εργοστασίων έχουν επηρεαστεί από την αυτοματοποίηση καθώς οι μηχανές αναλαμβάνουν ολοένα και περισσότερες χειρονακτικές εργασίες.



























