LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ammonium
/æmˈəʊniəm/
/əˈmoʊniəm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ammonium"
Ammonium
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the ion NH4 derived from ammonia; behaves in many respects like an alkali metal ion
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ammonitic
ammonite
ammonify
ammonification
ammoniated
ammonium alum
ammonium carbamate
ammonium carbonate
ammonium chloride
ammonium hydroxide
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App