Eyeglass
volume
British pronunciation/ˈa‍ɪɡlɑːs/
American pronunciation/ˈaɪˌɡɫæs/

Ορισμός και Σημασία του "eyeglass"

01

lens for correcting defective vision in one eye; held in place by facial muscles

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store