Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ewe
01
πρόβατο, μητέρα πρόβατο
a mature female sheep
Παραδείγματα
The ewe grazed peacefully in the meadow with her lambs by her side.
Η πρόβατο βόσκησε ήρεμα στο λιβάδι με τα αρνιά της δίπλα της.
The farmer carefully sheared the wool off the ewe before the summer heat set in.
Ο αγρότης κούρεψε προσεκτικά το μαλλί από το πρόβατο πριν έρθει η καλοκαιρινή ζέστη.
02
εβέ, γλώσσα εβέ
a Kwa language spoken by the Ewe in Ghana and Togo and Benin
03
μέλος ενός λαού που ζει στο νότιο Μπενίν, Τόγκο και νοτιοανατολική Γκάνα
a member of a people living in southern Benin and Togo and southeastern Ghana



























