LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Eucalyptus oil
/jˈuːkɐlˌɪptəs ˈɔɪl/
/jˈuːkɐlˌɪptəs ˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "eucalyptus oil"
Eucalyptus oil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an essential oil obtained from the leaves of eucalypts
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eucalyptus maculata citriodora
eucalyptus maculata
eucalyptus kino
eucalyptus gum
eucalyptus globulus
eucalyptus regnans
eucalyptus rostrata
eucalyptus tree
eucalyptus viminalis
eucalyptusd eugenioides
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App