Escalade
volume
British pronunciation/ˈɛskɐlˌe‍ɪd/
American pronunciation/ˌɛskəˈɫɑd/

Ορισμός και Σημασία του "escalade"

01

an act of scaling by the use of ladders (especially the walls of a fortification)

to escalade
01

climb up and over

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store