LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Eroticize
/ɪɹˈɒtɪsˌaɪz/
/ɪɹˈɑːɾɪsˌaɪz/
eroticise
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "eroticize"
to eroticize
ΡΉΜΑ
01
prone to frequent change; inconstant
02
give erotic character to or make more interesting
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eroticism
erotically
erotica
erotic love
erotic literature
err
err on the right side
err on the side of
err on the side of caution
errancy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App