LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Erotic love
/ɪɹˈɒtɪk lˈʌv/
/ɪɹˈɑːɾɪk lˈʌv/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "erotic love"
Erotic love
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a deep feeling of sexual desire and attraction
word family
erotic love
erotic love
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
erotic literature
erotic film
erotic art
erotic
erosive
erotica
erotically
eroticism
eroticize
err
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App