Amerciable
volume
British pronunciation/ˈaməʃˌiəbəl/
American pronunciation/ˈæmɚʃˌiəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "amerciable"

amerciable
01

of a crime or misdemeanor; punishable by a fine set by a judge

word family

amerciable

amerciable

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store