Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
epizootic
01
επιζωοτικός, σχετικός με μια επιζωοτία
referring to a widespread outbreak of disease among animals in a region or population
Παραδείγματα
Scientists are monitoring for potential epizootic avian influenza viruses that could spread rapidly between wild bird populations.
Οι επιστήμονες παρακολουθούν πιθανούς επιζωοτικούς ιούς της γρίπης των πτηνών που θα μπορούσαν να εξαπλωθούν γρήγορα μεταξύ των πληθυσμών αγρίων πτηνών.
The epizootic swine fever virus poses a serious threat to commercial pork farming operations worldwide.
Ο ιός της επιζωτικής πυρετικής νόσου των χοίρων αποτελεί σοβαρή απειλή για τις εμπορικές επιχειρήσεις εκτροφής χοίρων παγκοσμίως.



























