Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Epilation
01
αποτρίχωση
the removal of hair from the root, resulting in longer-lasting hair-free skin
02
αποτρίχωση
loss of hair; the result of removing hair
Λεξικό Δέντρο
epilation
epilate
epil
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποτρίχωση
αποτρίχωση
Λεξικό Δέντρο