LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Aberrate
/ˌabəɹˈeɪt/
/ˌæbɚɹˈeɪt/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "aberrate"
to aberrate
ΡΉΜΑ
01
diverge or deviate from the straight path; produce aberration
02
diverge from the expected
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
aberrant
aberrancy
aberrance
aberdonian
aberdeen angus
aberration
abet
abetalipoproteinemia
abetment
abettal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App