Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Enormousness
01
τεράστιο μέγεθος, απεραντοσύνη
the quality of being exceptionally large in size, extent, or quantity
Παραδείγματα
The project 's success highlighted the enormousness of the team's dedication and effort.
Η επιτυχία του έργου τόνισε το τεράστιο μέγεθος της αφοσίωσης και της προσπάθειας της ομάδας.
The enormousness of the universe is still a topic of exploration and wonder.
Η τεραστιότητα του σύμπαντος παραμένει θέμα εξερεύνησης και θαυμασμού.
Λεξικό Δέντρο
enormousness
enormous
enorm



























