Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Endoscope
01
ενδοσκόπιο, ινδοσκόπιο
a lighted optical instrument that consists of a very small camera and is used to look inside a body cavity or an organ
Λεξικό Δέντρο
endoscopic
endoscope
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ενδοσκόπιο, ινδοσκόπιο
Λεξικό Δέντρο